ἀστρολογία

ἀστρολογία
ἀστρο-λογία, ,
A astronomy, X.Mem.4.7.4, Isoc.11.23; a branch of mathematics, Arist. Ph.193b26, Metaph.989b33, cf.997b35;

γεωμετ ρίατε καὶ ἀ. Vit.Philonid. p.4

C.;

ἀ. ναυτική Arist.APo.78b40

.
2 later, astrology, S.E.M. 5.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστρολογία — ἀστρολογίᾱ , ἀστρολογία astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρολογίᾱ , ἀστρολογία astronomy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολογίᾳ — ἀστρολογίαι , ἀστρολογία astronomy fem nom/voc pl ἀστρολογίᾱͅ , ἀστρολογία astronomy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… …   Dictionary of Greek

  • αστρολογία — η επιστήμη που μαντεύει τα μελλοντικά με την παρατήρηση των άστρων: Η αστρολογία βοήθησε στην ανάπτυξη της αστρονομίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστρολογίας — ἀστρολογίᾱς , ἀστρολογία astronomy fem acc pl ἀστρολογίᾱς , ἀστρολογία astronomy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολογίαν — ἀστρολογίᾱν , ἀστρολογία astronomy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολογίαις — ἀστρολογία astronomy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολογίην — ἀστρολογία astronomy fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολογίης — ἀστρολογία astronomy fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολογίῃ — ἀστρολογία astronomy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”